Το Άλλο Μονοπάτι

Η ιστορία που θα διηγηθώ είναι αληθινή. Συνέβη σ' εμένα τον ίδιο, πρόπερσι το καλοκαίρι. Αλλιώς παραδέχομαι ότι δεν θα την πίστευα. Θα έλεγα ότι, αν δεν είναι εντελώς πλαστή, γεννήθηκε στο μυαλό κάποιου που η μνήμη του, με την υπόγεια λογική του ονείρου, σύνδεσε δύο εντελώς άσχετα μεταξύ τους πράγματα, κάτι που έζησε αυτός ο άνθρωπος με κάτι που διάβασε ή άκουσε κάποια άλλη χρονική στιγμή και υπό διαφορετικές συνθήκες. Εδώ όμως αποκλείεται να έγινε κάτι τέτοιο. [...]

Τα Φτερωτά Σανδάλια

Όλοι περπατάμε. Άλλοι χρησιμοποιούν τα πόδια κι άλλοι τον νου αλλά ποιος είναι γρηγορότερος; Αυτός που είναι διαφορετικός ή αυτός που είναι όμοιος; Διαφορετικός από ποιον; Όμοιος με ποιον; Άραγε αν είσαι μοναδικός, μπορείς να επιβιώσεις; Και τι σημαίνει να είσαι μοναδικός; Σχετίζεται με το να είσαι αποδεκτός; Και ποιος είναι τόσο ισχυρός για να σε αποδέχεται ή να σε απορρίπτει; Μια μάνα μπορεί να απορρίψει; Ίσως και να μπορεί. Και τότε αρχίζουν όλα… με τα φτερωτά σανδάλια.

Το Νησί της Βροχής: Ένα μυστικό ημερολόγιο

Η Ίζι είναι αποφασισμένη να κάνει τα πάντα για να επιστρέψει από την Κέρκυρα στο αγαπημένο της Λονδίνο. Ώσπου στη σοφίτα του παμπάλαιου σπιτιού όπου έχει μετακομίσει γνωρίζει την Αριάνα, η οποία θέλει να φύγει από το «νησί της βροχής» πιο πολύ κι απ’όσο η ίδια. Βέβαια, υπάρχει ένα μικρό πρόβλημα: η Αριάνα ζει στον 19ο αιώνα… Μαζί με το (πρώην) πιο αντιπαθητικό αγόρι της Άλκης της, τον Βικένδιος, η Ίζι προσπαθεί να λύσει το μυστήριο που περιβάλλει την Αριάνα. οι δυο τους θα ακολουθήσουν ίχνη καλά κρυμμένα δε ένα αινιγματικό τετράδιο μουσικής, θα κυνηγήσουν φτερωτά λιοντάρια και θα γνωρίσουν την «πραγματική» Κέρκυρα, όπου το χθες μπλέκει με το σήμερα εκεί που δεν το περιμένεις.

Παθανθές, Το Κάστρο του Χρόνου

Ο Σόρβαµ ξυπνάει σε ένα μυστηριώδες κάστρο, χωρίς να θυμάται πώς βρέθηκε εκεί. Το µόνο που ξέρει είναι ότι βρίσκεται χωµένος στα βουνά και ότι έχει ένα φρέσκο και μεγάλο τραύµα στο μπράτσο του. Το µόνο που θυμάται είναι ότι εγκατέλειψε το χωριό του, το Τέλος του Κόσμου, για να ξεφύγει από το παρελθόν του. Ο µόνος άνθρωπος που συναντά είναι ένας γέρος υπηρέτης, που φροντίζει το τραύµα του και του προσφέρει ένα φλιτζάνι πασιφλώρα, έναν χάρτη κι ένα ρολόι, για να µη χαθεί στον χώρο και στον χρόνο. Ο μυστηριώδης οικοδεσπότης του εγκαταλελειμμένου κάστρου επιθυμεί να μείνει αφανής, ενώ έξω από την καγκελένια πύλη παραµονεύει µια αγέλη λιονταριών. Πρόκειται άραγε για το Κάστρο του Χρόνου, για το οποίο τον προειδοποιούσε η γιαγιά του στα παραµύθια της όταν ήταν µικρός; Κι αν ναι, πώς µπορεί να ξεφύγει πριν παγώσει ο Χρόνος και χαθεί µέσα του;

Θάλασσα

Οι πάγοι λιώνουν, ένας αρχαίος μετεωρίτης φανερώνεται και η Γη ερημώνει. Οι μόνοι άνθρωποι που δεν προσβάλλονται από τον ιό που εξαπλώνεται είναι εκείνοι που έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό τη μετάλλαξη μιας σειράς γονιδίων. Οι επιζήσαντες κατοικούν σε υπόγειες πόλεις και το μόνο που τους συνδέει με τη ζωή στη Γη είναι η μνήμη· ωστόσο κάποιοι λίγοι μοιράζονται τον πόθο της επιστροφής.

Θύματα

Τι κοινό μπορεί να έχει ένας δικηγόρος με έναν ναυτικό και έναν διάσημο δημοσιογράφο; Μία γυναίκα που βρίσκεται στη φυλακή για ένα αποτρόπαιο έγκλημα με μία άλλη, της διπλανής πόρτας; Έχει κάτι κοινό ένας σεφ με έναν Αλβανό οικονομικό μετανάστη που εργάζεται ως οικοδόμος; Είναι ικανοί όλοι οι άνθρωποι να αγαπήσουν, να ερωτευτούν, να εργαστούν και να ζήσουν ελεύθερα; Κι αν ναι, έχουν αυτό το δικαίωμα; Μέσα από τους κύκλους της ζωής και τις κοινωνικές νόρμες, αναπτύσσονται σε αυτό το μυθιστόρημα δύο ιστορίες. Δύο ιστορίες με ένα νήμα δεμένες, ακριβώς όπως δένονται οι ζωές των ανθρώπων έξω από τα βιβλία, στη ζωή. Επιλογές σωστές ή λανθασμένες που επηρεάζουν περισσότερους ανθρώπους από αυτούς που φανταζόμαστε, αγάπες διαφορετικές ή άλλες περισσότερο συνηθισμένες, πόθοι κι ανάγκες, στοργή και βία, έρωτες περαστικοί και άλλοι που αποφασίζουν να μείνουν, φίλοι που στηρίζουν την ώρα που όλοι απομακρύνονται, εξομολογήσεις σπαρακτικές που θα σας κάνουν να κλάψετε και άλλες που θα σας θυμώσουν. Αυτό είναι το νέο μυθιστόρημα της Λίας Νικολάου που θα σας συναρπάσει.

Είμαι Όσα Έχω Ξεχάσει

«Όταν µιλάµε για τη ζωή του πατέρα µας, σε ποιο βαθµό µιλάµε για τη δική µας τη ζωή; Πάνω απ’ όλα, σε ποιο βαθµό µιλάµε για τη ζωή όλων των πατέρων του κόσµου, τη ζωή όλων των δυνητικών αναγνωστών µας; Δεν υπάρχει ασφαλής απάντηση σε αυτό το ερώτηµα. Το βέβαιο είναι ότι δεν θα είχε νόηµα η γραφή αυτού του βιβλίου αν ένιωθα πως αφορά µονάχα τον άνθρωπο που γνώρισα. Έχει νόηµα και λόγο ύπαρξης µονάχα αν έχω κατά νου σε κάθε σελίδα ότι αυτή θα είναι µια αφήγηση που θα αφορά τον κάθε άγνωστο, τον κάθε πατέρα και την κάθε µητέρα, τον κάθε γιο και την κάθε κόρη που δεν γνώρισα ποτέ.» Και αν τελικώς η µνήµη δεν είναι άλλο παρά διάσπαρτα νησιά µέσα σε µιαν απέραντη θάλασσα λήθης; Με άλλα λόγια, µήπως είµαστε όσα έχουµε ξεχάσει; Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής αυτής της αληθινής ιστορίας περνά από το ένα νησί στο άλλο, αναζητώντας άλλοτε σαν αρχαιολόγος και άλλοτε σαν αστρονόµος που παρατηρεί το παρελθόν του σύµπαντος τον άνθρωπο που ήταν ο πατέρας του προτού γίνει πατέρας του, τη χώρα του προτού γίνει χώρα του. Τι βρίσκει; Οικογενειακά θαµµένα µυστικά, φόνους, τραύµατα που ταξιδεύουν µέσα στον χρόνο, ανολοκλήρωτους έρωτες, εικόνες και λέξεις που στοιχειοθετούν µια ανώµαλη διαδροµή µέσα από την οποία ο αφηγητής προσπαθεί να βρει τις χαµένες συνδέσεις: µε τον εαυτό του, πρωτίστως όµως µε τους άλλους γύρω του.

Στο Σκοτάδι Κράτα Με

Μια συνωμοσία στα όρια της ψύχωσης που διαπερνά τη λογική. Δυο πανομοιότυπα δίδυμα αδέρφια, ο Αλέξανδρος και ο Κωνσταντίνος. Ο Αλέξανδρος ένιωθε πάντα κάτι διαφορετικό μέσα του, κάτι που δεν μπορούσε να το προσδιορίσει. Κάποια στιγμή διαβάζει το βιβλίο του πασίγνωστου ψυχίατρου πατέρα του που αναφέρεται σ’ εκείνον. Οι λέξεις αποκτούν τρομακτικές διαστάσεις. Και τότε ξεκινά ο όλεθρος. Ένας θάνατος και μια αναπότρεπτη θυσία. Ένας παππούς φύλακας άγγελος. Μήπως όλα είναι στη φαντασία του Αλέξανδρου; Ή πράγματι τον καταδιώκουν; Ένα μυθιστόρημα που ακροβατεί ανάμεσα στην αλήθεια και την παράνοια. Στον έρωτα και τον θάνατο. Στην παρανομία και τον φόβο. Με ανατροπές που κόβουν την ανάσα, καθώς ένα χέρι θα γυρίσει την κλεψύδρα. Για να πει αυτή τη φορά την αλήθεια. Αλλά… ένας φόνος δεν είναι ποτέ αρκετός. «Με λένε Αλέξανδρο και το πρώτο που έμαθα να λέω ήταν το όνομά μου».

Ασκητική: Salvatores Dei

Η "Ασκητική" είναι ο Νίκος Καζαντζάκης. Και ο Νίκος Καζαντζάκης είναι η Ασκητική. Μια ελβετική εφημερίδα έγραψε πως η Ασκητική είναι «το κατά Καζαντζάκην ευαγγέλιο». Ο ίδιος ο δημιουργός της έγραψε ότι η Ασκητική είναι «η πιο σπαραχτική Κραυγή τής ζωής του» και ότι όλο το έργο του είναι σχόλιο στην Κραυγή αυτή. Άρχισε να τη γράφει στη Βιέννη το 1922 και την τελείωσε στο Βερολίνο το 1923. Όπως συνήθιζε στα έργα του, της επέφερε αλλαγές (διορθώσεις, ανακατατάξεις, προσθαφαιρέσεις), με αποκορύφωση την προσθήκη τού "τελευταίου" κεφαλαίου της, με τίτλο «Η Σιγή», που το έγραψε στο Μπέκοβο το 1928, «σ’ ένα θαμαστό δάσος έλατα, μια ώρα μακριά από τη Μόσχα», και το τελείωσε «στις παγωμένες στέπες τής Σιβηρίας» το 1929: «Πρόσθεσα ένα μικρό κεφάλαιο: "Σιγή" - μπόμπα που ανατινάζει όλη την "Ασκητική". Μα σε λίγων ανθρώπων την καρδιά θα εκραγεί».

Η Μέρα της Μαρμότας

Πόσα ξέρουμε άραγε για τις σχέσεις ανάμεσα σε δύο ανθρώπους σήμερα; Πόσα από αυτά έχουμε ξεχάσει και πόσα δεν μάθαμε ποτέ; Άνθρωποι που πλέον δεν νιώθουν, φοβούνται και έτσι ζουν απομονωμένα στο σκοτάδι της δικής τους φυλακής για να μην πονέσουν. Ένα βιβλίο που δεν έχει σκοπό να θίξει κανέναν γιατί απλά είναι το δικό μου πρίσμα, που μπορεί να είναι και εσφαλμένο, αλλά ποιος μπορεί να πει με βεβαιότητα; Κάθε μάτι βλέπει διαφορετικά. Ο Βασίλης Χαντζής μιλάει για όλους μας, γι’ αυτά που κανείς δεν μας έμαθε και γι’ αυτά που αγνοούμε. Για την ομορφιά της αγάπης και του «δίνομαι», γι’ αυτά που πολεμούσαμε και που ακόμα πολεμάμε, αλλά που ποτέ δεν εκτιμήσαμε. Για το εφήμερο και σύντομο που δένει πλέον τους ανθρώπους, καθώς κανείς δεν ξέρει τη διαφορά του ερωτεύομαι με το ενθουσιάζομαι. Για το πόσο εύκολα υποχωρούμε και πόσο εύκολα αποκαλύπτουμε τα σώματά μας χωρίς να σκεφτόμαστε το μετά, το αύριο, το μέλλον μας. Κορμιά εύκαιρα στα χέρια του άλλου για μια απόλαυση μερικών λεπτών και μετά μοναξιά. Μέρα με τη μέρα ξεχνάμε από πού ερχόμαστε και πού πηγαίνουμε, για πού πορευόμασταν και πού φτάσαμε, ξεχνάμε τις αξίες και τα ιδανικά, και γινόμαστε κομπλεξικοί, γεμάτοι πάθη κι απωθημένα· ψυχολογικές μαριονέτες στο έρεβος της κατάθλιψης που ζούμε οι περισσότεροι. Μόνοι άνθρωποι, που μόνοι μεγαλώνουν και που μόνοι πεθαίνουν… Πρώτα στην ψυχή και μετά στο σώμα.