Το Νησί της Βροχής: Ένα μυστικό ημερολόγιο

Η Ίζι είναι αποφασισμένη να κάνει τα πάντα για να επιστρέψει από την Κέρκυρα στο αγαπημένο της Λονδίνο. Ώσπου στη σοφίτα του παμπάλαιου σπιτιού όπου έχει μετακομίσει γνωρίζει την Αριάνα, η οποία θέλει να φύγει από το «νησί της βροχής» πιο πολύ κι απ’όσο η ίδια. Βέβαια, υπάρχει ένα μικρό πρόβλημα: η Αριάνα ζει στον 19ο αιώνα… Μαζί με το (πρώην) πιο αντιπαθητικό αγόρι της Άλκης της, τον Βικένδιος, η Ίζι προσπαθεί να λύσει το μυστήριο που περιβάλλει την Αριάνα. οι δυο τους θα ακολουθήσουν ίχνη καλά κρυμμένα δε ένα αινιγματικό τετράδιο μουσικής, θα κυνηγήσουν φτερωτά λιοντάρια και θα γνωρίσουν την «πραγματική» Κέρκυρα, όπου το χθες μπλέκει με το σήμερα εκεί που δεν το περιμένεις.

Παθανθές, Το Κάστρο του Χρόνου

Ο Σόρβαµ ξυπνάει σε ένα μυστηριώδες κάστρο, χωρίς να θυμάται πώς βρέθηκε εκεί. Το µόνο που ξέρει είναι ότι βρίσκεται χωµένος στα βουνά και ότι έχει ένα φρέσκο και μεγάλο τραύµα στο μπράτσο του. Το µόνο που θυμάται είναι ότι εγκατέλειψε το χωριό του, το Τέλος του Κόσμου, για να ξεφύγει από το παρελθόν του. Ο µόνος άνθρωπος που συναντά είναι ένας γέρος υπηρέτης, που φροντίζει το τραύµα του και του προσφέρει ένα φλιτζάνι πασιφλώρα, έναν χάρτη κι ένα ρολόι, για να µη χαθεί στον χώρο και στον χρόνο. Ο μυστηριώδης οικοδεσπότης του εγκαταλελειμμένου κάστρου επιθυμεί να μείνει αφανής, ενώ έξω από την καγκελένια πύλη παραµονεύει µια αγέλη λιονταριών. Πρόκειται άραγε για το Κάστρο του Χρόνου, για το οποίο τον προειδοποιούσε η γιαγιά του στα παραµύθια της όταν ήταν µικρός; Κι αν ναι, πώς µπορεί να ξεφύγει πριν παγώσει ο Χρόνος και χαθεί µέσα του;

Θάλασσα

Οι πάγοι λιώνουν, ένας αρχαίος μετεωρίτης φανερώνεται και η Γη ερημώνει. Οι μόνοι άνθρωποι που δεν προσβάλλονται από τον ιό που εξαπλώνεται είναι εκείνοι που έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό τη μετάλλαξη μιας σειράς γονιδίων. Οι επιζήσαντες κατοικούν σε υπόγειες πόλεις και το μόνο που τους συνδέει με τη ζωή στη Γη είναι η μνήμη· ωστόσο κάποιοι λίγοι μοιράζονται τον πόθο της επιστροφής.

Θύματα

Τι κοινό μπορεί να έχει ένας δικηγόρος με έναν ναυτικό και έναν διάσημο δημοσιογράφο; Μία γυναίκα που βρίσκεται στη φυλακή για ένα αποτρόπαιο έγκλημα με μία άλλη, της διπλανής πόρτας; Έχει κάτι κοινό ένας σεφ με έναν Αλβανό οικονομικό μετανάστη που εργάζεται ως οικοδόμος; Είναι ικανοί όλοι οι άνθρωποι να αγαπήσουν, να ερωτευτούν, να εργαστούν και να ζήσουν ελεύθερα; Κι αν ναι, έχουν αυτό το δικαίωμα; Μέσα από τους κύκλους της ζωής και τις κοινωνικές νόρμες, αναπτύσσονται σε αυτό το μυθιστόρημα δύο ιστορίες. Δύο ιστορίες με ένα νήμα δεμένες, ακριβώς όπως δένονται οι ζωές των ανθρώπων έξω από τα βιβλία, στη ζωή. Επιλογές σωστές ή λανθασμένες που επηρεάζουν περισσότερους ανθρώπους από αυτούς που φανταζόμαστε, αγάπες διαφορετικές ή άλλες περισσότερο συνηθισμένες, πόθοι κι ανάγκες, στοργή και βία, έρωτες περαστικοί και άλλοι που αποφασίζουν να μείνουν, φίλοι που στηρίζουν την ώρα που όλοι απομακρύνονται, εξομολογήσεις σπαρακτικές που θα σας κάνουν να κλάψετε και άλλες που θα σας θυμώσουν. Αυτό είναι το νέο μυθιστόρημα της Λίας Νικολάου που θα σας συναρπάσει.

Βιβλία για την ειρήνη

Και όταν όλοι μιλούν για πόλεμο, μακριά μας ή κοντά μας δεν έχει σημασία, εμείς επιλέγουμε να μιλάμε για την ειρήνη. Να ακούμε γνώριμες και ήρεμες φωνές που προτρέπουν να μην υπάρχουν σύνορα και όλοι να ζουν για το σήμερα. Μπορεί να είμαστε ονειροπόλοι αλλά για να ονειρευόμαστε διαβάζουμε βιβλία και για να αφήνουμε τη φαντασία…Βιβλία για …

Συνεχίστε την ανάγνωση Βιβλία για την ειρήνη

Ασκητική: Salvatores Dei

Η "Ασκητική" είναι ο Νίκος Καζαντζάκης. Και ο Νίκος Καζαντζάκης είναι η Ασκητική. Μια ελβετική εφημερίδα έγραψε πως η Ασκητική είναι «το κατά Καζαντζάκην ευαγγέλιο». Ο ίδιος ο δημιουργός της έγραψε ότι η Ασκητική είναι «η πιο σπαραχτική Κραυγή τής ζωής του» και ότι όλο το έργο του είναι σχόλιο στην Κραυγή αυτή. Άρχισε να τη γράφει στη Βιέννη το 1922 και την τελείωσε στο Βερολίνο το 1923. Όπως συνήθιζε στα έργα του, της επέφερε αλλαγές (διορθώσεις, ανακατατάξεις, προσθαφαιρέσεις), με αποκορύφωση την προσθήκη τού "τελευταίου" κεφαλαίου της, με τίτλο «Η Σιγή», που το έγραψε στο Μπέκοβο το 1928, «σ’ ένα θαμαστό δάσος έλατα, μια ώρα μακριά από τη Μόσχα», και το τελείωσε «στις παγωμένες στέπες τής Σιβηρίας» το 1929: «Πρόσθεσα ένα μικρό κεφάλαιο: "Σιγή" - μπόμπα που ανατινάζει όλη την "Ασκητική". Μα σε λίγων ανθρώπων την καρδιά θα εκραγεί».

Η Μέρα της Μαρμότας

Πόσα ξέρουμε άραγε για τις σχέσεις ανάμεσα σε δύο ανθρώπους σήμερα; Πόσα από αυτά έχουμε ξεχάσει και πόσα δεν μάθαμε ποτέ; Άνθρωποι που πλέον δεν νιώθουν, φοβούνται και έτσι ζουν απομονωμένα στο σκοτάδι της δικής τους φυλακής για να μην πονέσουν. Ένα βιβλίο που δεν έχει σκοπό να θίξει κανέναν γιατί απλά είναι το δικό μου πρίσμα, που μπορεί να είναι και εσφαλμένο, αλλά ποιος μπορεί να πει με βεβαιότητα; Κάθε μάτι βλέπει διαφορετικά. Ο Βασίλης Χαντζής μιλάει για όλους μας, γι’ αυτά που κανείς δεν μας έμαθε και γι’ αυτά που αγνοούμε. Για την ομορφιά της αγάπης και του «δίνομαι», γι’ αυτά που πολεμούσαμε και που ακόμα πολεμάμε, αλλά που ποτέ δεν εκτιμήσαμε. Για το εφήμερο και σύντομο που δένει πλέον τους ανθρώπους, καθώς κανείς δεν ξέρει τη διαφορά του ερωτεύομαι με το ενθουσιάζομαι. Για το πόσο εύκολα υποχωρούμε και πόσο εύκολα αποκαλύπτουμε τα σώματά μας χωρίς να σκεφτόμαστε το μετά, το αύριο, το μέλλον μας. Κορμιά εύκαιρα στα χέρια του άλλου για μια απόλαυση μερικών λεπτών και μετά μοναξιά. Μέρα με τη μέρα ξεχνάμε από πού ερχόμαστε και πού πηγαίνουμε, για πού πορευόμασταν και πού φτάσαμε, ξεχνάμε τις αξίες και τα ιδανικά, και γινόμαστε κομπλεξικοί, γεμάτοι πάθη κι απωθημένα· ψυχολογικές μαριονέτες στο έρεβος της κατάθλιψης που ζούμε οι περισσότεροι. Μόνοι άνθρωποι, που μόνοι μεγαλώνουν και που μόνοι πεθαίνουν… Πρώτα στην ψυχή και μετά στο σώμα.

Η Παναγιά των Εντόμων

Στην "Παναγία των Εντόμων" παρακολουθούμε τα βήματα του νεαρού αφηγητή, πού, ενώ περιδιαβάζει τους άδειους διαδρόμους του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας, το μυαλό του κατακλύζεται από εικόνες του παιδικού του έρωτα. Ένα αθέατο ζευγάρι μάτια τον παρατηρεί από μακριά να περπατά υπνωτισμένος ανάμεσα σε κουφάρια ζώων και απολιθώματα. Δύο άνθρωποι φαινομενικά ανόμοιοι μεταξύ τους κινούνται παράλληλα σε αυτή τη νουβέλα, η οποία με τη σειρά της κινείται στη σκοτεινή επικράτεια του άρρητου και του μυστηριακού, εξερευνώντας την ύλη του εαυτού, του ιερού και του άλλου. Διαρκείς εναλλαγές φωτός και σκιάς, μια μεγάλη βόλτα στην ανοιξιάτικη Αθήνα, ένας έρωτας που εκπληρώνεται με τρόπο παράδοξο κι ένας άλλος που θα μείνει ανεκπλήρωτος. Μια ιστορία που ακροβατεί στο τεντωμένο σχοινί ανάμεσα στον έρωτα και τον θάνατο.

Να Μ’ αγαπάς

"Σε κοίταζα με μάτια που άστραφταν από χαρά, όση ώρα κοιμόσουν γαλήνια. Ήσουν υπέροχος, έτσι ελεύθερος από προβλήματα, καλέ μου, ίσως κι από όνειρα. Ολόγυμνος… ποθητός… Ένα μαρμάρινο άγαλμα, ικανός να θεραπεύσεις με την αγλαόμορφη εικόνα σου όσα μακρινά με είχαν πληγώσει στη ζωή. Παρατηρούσα το στήθος σου να πάλλεται με μικρές, ήσυχες αναπνοές. Τα μακριά σου δάχτυλα τινάζονταν ελαφρά στο άγγιγμα του αέρα που έμπαινε από το παράθυρο. Παράξενα ένιωσα αναγνωρίζοντας εκείνη την ώρα πως ήσουν εσύ που πάντα ονειρευόμουν από παιδί." Ο Αλέξανδρος γράφει ένα γράμμα με αποδέκτη τον σύντροφό του Πάνο και, ταυτόχρονα, μας μεταφέρει την προσωπική τους ιστορία. Μέσα από τα ταξίδια της μνήμης, στην κοινή τους διαδρομή αλλά και στα όσα έζησαν πριν συναντηθούν, μαθαίνουμε για τις διαφορετικές όψεις του έρωτα, τα στερεότυπα της κοινωνίας, τους φόβους και τις μύχιες σκέψεις που βασανίζουν τον νου όλων των ανθρώπων. Το Να μ’ Αγαπάς είναι μια λυρική, ερωτική επιστολή που αποσκοπεί στη διαχείριση της απώλειας και στην έκφραση της αληθινής αγάπης· μια ιστορία για την αφοσίωση και την ολοκληρωτική παράδοση· μια κατάθεση ψυχής που μας δείχνει τον τρόπο ώστε να ανακαλύψουμε τον δρόμο για την ευτυχία.

Το Τρίτο Στεφάνι

Δε μπορώ, όχι, δε μπορώ να την υποφέρω πια!... Τι πληγή ειν' αυτή που μου 'στειλες θε μου; Τι αμαρτίες έχω κάνει για να με τιμωρείς τόσο σκληρά; Ως πότε θα 'μαι υποχρεωμένη να την ανέχομαι, να βλέπω τη μούρη της, ν' ακούω τη φωνή της, ως πότε; Δε θα βρεθεί επιτέλους κανένας στραβός χριστιανός να την πάρει, ν' απαλλαγώ απ΄ αυτό το έκτρωμα της φύσεως, που μ' άφησε ο πατέρας της για να μ' εκδικηθεί -που χαΐρι και προκοπή να μη δουν εκείνοι που δε μ' άφησαν να κάνω την έκτρωση!... Μα γιατί τους βλαστημάω; Δε ζούνε πια. Ούτε φταιν' εκείνοι. Φταίω εγώ που τους άκουσα. Σε τέτοια ζητήματα πρέπει ν' ακούει κανείς μόνο τον εαυτό του, κανέναν άλλον!... Όσο ήταν μικρή, παρηγοριόμουνα με τη σκέψη πως, μεγαλώνοντας, θ' άλλαζε. "Θ' αλλάξει!" έγεγα. "Θα στρώσει. Στο κάτω της γραφής, αργά ή γρήγορα, μια μέρα θα παντρευτεί. Θα τη φορτωθεί άλλος στην καμπούρα του." Μα δε βαριέσαι! Άδικα ήλπιζα. Όπως παν' τα πράγματα, μου φαίνεται πως θα μείνει γεροντοκόρη. Και πώς να μη μείνει γεροντοκόρη τέτοια που είναι; Αχ, ας όψεται εκείνο το τέρας, η Ερασμία, που την κατέστρεψε με τις κατηχήσεις της. Ποιος άντρας θα γυρίσει, σας παρακαλώ, να την κοιτάξει ερωτικά έτσι που ντύνεται, έτσι που φέρεται, έτσι που μιλάει;